καταπόσια

καταπόσια
καταπόσια, τὰ (Α)
εορτή τής θεάς τών ανθέων Χλώριδος, ανθεστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πόσια (< πίνω), πρβλ. συμ-πόσιον, φαγησι-πόσιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοινογάμια — κοινογάμια, τὸ (Α) η κοινογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινογαμία, με αλλαγή γένους (πρβλ. καταπόσια: (δυσ)καταποσία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”